έκζεμα — Μη μεταδοτική δερματική βλάβη φλεγμονώδους τύπου που προσβάλλει τις επιφανειακές στιβάδες του δέρματος. Το έ., που μπορεί να έχει οξεία ή συνηθέστερα χρόνια εξέλιξη, εκδηλώνεται με μορφές που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους (χρόνια αλλεργική… … Dictionary of Greek
ἐκζεμάτων — ἔκζεμα a cutaneous eruption neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκζέμασι — ἔκζεμα a cutaneous eruption neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκζέματα — ἔκζεμα a cutaneous eruption neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Eczema — (skin disorder) Classification and external resources Typical, mild dermatitis ICD 10 L20 L … Wikipedia
εκζεματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκζεμα 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από έκζεμα … Dictionary of Greek
εκζεματώδης — ες 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκζεμα 2. αυτός που μοιάζει με έκζεμα 3. αυτός που είναι γεμάτος εκζέματα, που πάσχει από εκζέματα … Dictionary of Greek
εκζεματικός — ή, ό 1. που οφείλεται στο έκζεμα: Εκζεματικό εξάνθημα. 2. που πάσχει από έκζεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Asthmaekzem — Klassifikation nach ICD 10 L20 Atopisches [endogenes] Ekzem L20.0 Prurigo Besnier L20.8 Sonstiges atopisches [end … Deutsch Wikipedia
Atopisches Ekzem — Klassifikation nach ICD 10 L20 Atopisches [endogenes] Ekzem L20.0 Prurigo Besnier L20.8 … Deutsch Wikipedia